- τοξικομανία
- ηαρρωστημένη συνήθεια μέχρι μανίας για χρήση τοξικών (ναρκωτικών) ουσιών (μορφίνης, ηρωίνης κτλ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τοξικομανία — Η συνήθεια ορισμένων ατόμων να επιζητούν τη χρήση ουσιών που προξενούν ευχάριστα συναισθήματα ή καταπραΰνουν τους πόνους (αιθέρας, όπιο, κοκαΐνη, χασίς κλπ.), οδηγούν όμως σε σοβαρές χρόνιες δηλητηριάσεις. Γρήγορα το άτομο καταλαμβάνεται από… … Dictionary of Greek
ηρωινομανία — η τοξικομανία από ηρωίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. heroinomanie < heroino (πρβλ. ηρωίνη) + manie (πρβλ. μανία)] … Dictionary of Greek
καναβισμός — και κανναβισμός, ο [καν(ν)αβις] η καθ έξιν χρήση τής ινδικής κάν(ν)αβης, τού χασίς, ως τοξικής ουσίας, ως ναρκωτικού, η τοξικομανία τού χασίς … Dictionary of Greek
κοκαϊνομανία — η, και κοκαϊνισμός, ο ιατρ. τοξικομανία που οφείλεται στη χρόνια χρήση κοκαΐνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως και αντιδάνεια ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. cocainomanie < cocaine (< coca + ine) + manie (πρβλ. μανία < μανία <… … Dictionary of Greek
μορφίνη — Αλκαλοειδές που περιέχεται στο όπιο στο οποίο κυριαρχεί ποσοτικά (7 17%) και ποιοτικά όσον αφορά τη δράση του. Το απομόνωσε το 1806 ο Γερμανός χημικός Φρίντριχ Βίλελμ Σέρτιρνερ (1783 1841). Ονομάστηκε μ. από το όνομα του θεού των ονείρων Μορφέα,… … Dictionary of Greek
ναρκομανία — η μανιώδης τάση για χρήση ναρκωτικών ουσιών, τοξικομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. narcomania < νάρκη + μανία (< μανής)] … Dictionary of Greek
οπιομανία — η τοξικομανία από όπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπιομανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
τοξικομανής — ές, Ν αυτός που πάσχει από τοξικομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοξικός «δηλητηριώδης» + μονής (< μαίνομαι), πρβλ. ναρκο μανής] … Dictionary of Greek